Όλο το παιχνίδι των εξουσιών στην Ελλάδα γίνεται πάνω στη χαμηλή αυτοεκτίμηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού – οι εξουσίες έχουν αντιληφθεί αυτήν την αδυναμία και φροντίζουν να τη συντηρούν .Πολλοί δημοσιογράφοι κάνουν την αυτοκριτική τους αυτές τις ημέρες, με αφορμή τα δημοσιεύματα και τα όσα ειπώθηκαν στα δελτία ειδήσεων για την Γερμανίδα που συνελήφθη και αφέθηκε ελεύθερη. Η γκάφα της Ελληνικής Αστυνομίας πήρε πολύ κόσμο στο λαιμό της, αλλά ήταν γκάφα;
Προσωπικά, έχω την εντύπωση πως η Ελληνική Αστυνομία δεν έκανε γκάφα, όταν ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους πως η Γερμανίδα που συνελήφθη ήταν κόρη διάσημων τρομοκρατών.
Την γκάφα την είχαν κάνει οι αστυνομικοί μια μέρα πριν, όταν συνέλαβαν τον Δημοσθένη Παπαδάτο, τον ξυλοκόπησαν, τον εξύβρισαν, τον ξεγύμνωσαν και μετά τον άφησαν ελεύθερο, λέγοντάς του πως είχαν κάνει λάθος και πως τον πέρασαν για κάποιον άλλο.
Η «γκάφα» με τη Γερμανίδα βοήθησε να ξεχαστεί αμέσως η γκάφα της προηγούμενης ημέρας. Όλοι ασχολήθηκαν με τη Γερμανίδα και τους «τρομοκράτες» γονείς της και ξέχασαν τον Δημοσθένη Παπαδάτο. Η γκάφα με «γκάφα» ξεχνιέται. Η Αστυνομία πέτυχε τον σκοπό της.
Η διαρροή ψευδών πληροφοριών της Αστυνομίας προς τους δημοσιογράφους είχε ένα ακόμα θετικό αποτέλεσμα για την Αστυνομία: όλοι σταμάτησαν να βρίζουν τους αστυνομικούς -που βασάνισαν και εξευτέλισαν έναν άνθρωπο- και άρχισαν να βρίζουν τους δημοσιογράφους.
Αλήθεια, έχει σκεφτεί κάποιος τι θα συνέβαινε επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, αν οι αστυνομικοί είχαν συλλάβει έναν αθώο πολίτη και στη συνέχεια τον ξυλοκοπούσαν και τον ξεβράκωναν μέσα στη ΓΑΔΑ; Θα έπεφτε η κυβέρνηση. Πάντως, τώρα η υπόθεση «θάφτηκε». (Δεν έχω τρυφερά αισθήματα προς τη Νέα Δημοκρατία – μια παρατήρηση κάνω.)
Σύμφωνα με το συνήγορο της Γερμανίδας, η πελάτης του έχει υποστεί ανεπανόρθωτη επαγγελματική και ηθική ζημιά από τις αναφορές για υποτιθέμενες συγγενικές σχέσεις με μέλη της γερμανικής οργάνωσης RAF και θα στραφεί νομικά με αγωγές και μηνύσεις κατά παντός υπευθύνου. Σύμφωνα με δηλώσεις του, μήνυση σκοπεύει να κάνει και ο κ. Δημοσθένης Παπαδάτος.
Σκέφτομαι πως εκατοντάδες πολίτες έχουν πέσει θύματα της βίας των αστυνομικών και έχουν καταστραφεί από ψευδή και συκοφαντικά δημοσιεύματα στον Τύπο, αλλά δεν αντέδρασαν καθόλου. Δεν τους πέρασε καν από το μυαλό να κάνουν μήνυση. Το δέχτηκαν σαν φυσικό φαινόμενο –σαν σεισμό- και ανακουφίστηκαν όταν τελείωσε.
Επίσης, έχουμε δει άπειρες εφόδους αστυνομικών και δημοσιογράφων σε σπίτια υπόπτων. Πρώτα μπαίνουν οι αστυνομικοί και ακολουθούν οι δημοσιογράφοι με τις κάμερες – πρώτα μπαίνουν οι καθαρίστριες και μετά οι πουτάνες.
Ακόμα, έχουμε δει εκατοντάδες δημοσιογράφους να εξευτελίζουν –με τις ερωτήσεις τους- συγγενείς κατηγορουμένων. Κανείς δεν σκέφτηκε να τους πλακώσει στα μπουνίδια ή να τους κάνει μήνυση – κάθονται όλοι και τους αντιμετωπίζουν σαν να είναι ανώτατοι δικαστές ή θεοί.
Η αντίδραση της Γερμανίδας και της οικογένειάς της ήταν άμεση: αγωγές και μηνύσεις. Λυπάμαι που θα στενοχωρήσω κάποιους αναγνώστες, αλλά και σε αυτόν τον τομέα οι Γερμανοί μας νίκησαν. Αυτή τη φορά μέσα στην έδρα μας.
Γιατί οι περισσότεροι Έλληνες –ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι σε ηλικία- δεν αντιδρούν όταν καταπατούνται τα δικαιώματά τους και αντιμετωπίζουν τους αστυνομικούς και τους δημοσιογράφους σαν κάτι ανώτερο; Νομίζω πως η απάντηση είναι απλή: χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Υπάρχει κάποιος που πιστεύει πως θα μπορούσε σε μια άλλη χρεοκοπημένη χώρα του δυτικού κόσμου να βγει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και να δηλώσει «μαζί τα φάγαμε»; Για σκεφτείτε λίγο. Αποκλείεται. Θα τον είχαν κάνει κομματάκια.
Στην Ελλάδα, όμως, εμφανίστηκε ο κ. Πάγκαλος, δήλωσε «μαζί τα φάγαμε» και πολλοί τσίμπησαν – είπαν «μαζί τα φάγαμε». Γιατί συνέβη αυτό; Είναι απλό: χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Όλο το παιχνίδι των εξουσιών στην Ελλάδα γίνεται πάνω στη χαμηλή αυτοεκτίμηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού – οι εξουσίες έχουν αντιληφθεί αυτήν την αδυναμία και φροντίζουν να τη συντηρούν. Πού οφείλεται, όμως, η χαμηλή αυτοεκτίμηση; Δεν το γνωρίζω - πιθανολογώ στον αναλφαβητισμό, στο ραγιαδισμό, σε τραυματικές εμπειρίες, σε άσχημα παιδικά χρόνια, ίσως και στην Ορθοδοξία. Οι ορθόδοξοι λαοί, παραδοσιακά, είναι παθητικοί και μοιρολάτρες, και ψάχνουν για πατερούληδες – το καλύτερο παράδειγμα είναι οι Ρώσοι.
Σαν παιδί πρόλαβα να ακούσω πολλές φορές το «μη μιλάς εσύ, είσαι μικρός» ή το «μιλάς εσύ, δεν ξέρεις» - όχι από τους γονείς μου, αλλά από όλους σχεδόν τους υπόλοιπους. Οπωσδήποτε, αυτό δεν ήταν και πολύ καλό για την ανατροφή μου. Αν και βαθιά μέσα μου πίστευα πως έχω κάποια αξία και πως μπορώ να κάνω κάποια πράγματα, πέρασαν πάρα πολλά χρόνια για να αποκτήσω αυτοπεποίθηση.
Σήμερα τα πράγματα δεν είναι έτσι. Γι’ αυτό οι νέοι Έλληνες δεν μασάνε τον κώλο τους. Τα νέα παιδιά έχουν πάει στο άλλο άκρο – όχι μόνο δεν έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση αλλά το καθένα πιστεύει πως είναι μοναδικό. Δεν ξέρω αν είναι καλό αυτό – πάντως, μου φαίνεται καλύτερο από το να πιστεύεις πως είσαι ένα σκουπίδι.
Πού οφείλεται αυτή η θεαματική αλλαγή; Νομίζω πως οφείλεται –σε μεγάλο βαθμό- στην τεχνολογία. Σήμερα κανείς δεν μπορεί να σου πει «μη μιλάς εσύ, είσαι μικρός». Μικρό είναι το μάτι σου – κάνω ένα μπλογκ, μια σελίδα στο Facebook, μια σελίδα στο Myspace και είμαι όσο μεγάλος θέλω.
Το διαδίκτυο κοινωνικοποιεί τα παιδιά και τα κάνει να πιστεύουν στις δυνατότητές τους. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα μουσικό γκρουπ από πιτσιρικάδες. Πριν από 20 χρόνια θα έτρεχαν από εταιρεία σε εταιρεία και θα παρακαλούσαν να τους ακούσουν, για να τους βγάλουν δίσκο. Σήμερα, κάνουν μια σελίδα στο Myspace, «ανεβάζουν» τη μουσική τους και δεν έχουν ανάγκη κανέναν.
Το πιο σημαντικό δεν είναι η αποδοχή από τους άλλους, αλλά η αίσθηση ότι υπάρχεις. Αν «ανεβάσεις» τη μουσική σου στο διαδίκτυο και σου γράψει ο άλλος «τι μαλακίες είναι αυτές που παίζεις», σου αναγνωρίζει τουλάχιστον ότι υπάρχεις – σε άκουσε. Για σκεφτείτε όλα αυτά τα παιδιά που γυρνούσαν σαν τις άδικες κατάρες με ένα demo στο χέρι και δεν τα άκουσε ποτέ κανείς.
Όταν έχεις αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση -και γνωρίζεις τα δικαιώματά σου-, δεν είναι καθόλου εύκολο να σου επιβληθούν οι εξουσίες. Η 27χρονη Γερμανίδα και ο Δημοσθένης Παπαδάτος ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Οι εξουσίες θα πληρώσουν και θα χάσουν κομμάτι της δύναμής τους. Και την επόμενη φορά θα είναι πιο προσεκτικές. Και πιο αδύναμες.
Πηγή: Πιτσιρίκος
Προσωπικά, έχω την εντύπωση πως η Ελληνική Αστυνομία δεν έκανε γκάφα, όταν ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους πως η Γερμανίδα που συνελήφθη ήταν κόρη διάσημων τρομοκρατών.
Την γκάφα την είχαν κάνει οι αστυνομικοί μια μέρα πριν, όταν συνέλαβαν τον Δημοσθένη Παπαδάτο, τον ξυλοκόπησαν, τον εξύβρισαν, τον ξεγύμνωσαν και μετά τον άφησαν ελεύθερο, λέγοντάς του πως είχαν κάνει λάθος και πως τον πέρασαν για κάποιον άλλο.
Η «γκάφα» με τη Γερμανίδα βοήθησε να ξεχαστεί αμέσως η γκάφα της προηγούμενης ημέρας. Όλοι ασχολήθηκαν με τη Γερμανίδα και τους «τρομοκράτες» γονείς της και ξέχασαν τον Δημοσθένη Παπαδάτο. Η γκάφα με «γκάφα» ξεχνιέται. Η Αστυνομία πέτυχε τον σκοπό της.
Η διαρροή ψευδών πληροφοριών της Αστυνομίας προς τους δημοσιογράφους είχε ένα ακόμα θετικό αποτέλεσμα για την Αστυνομία: όλοι σταμάτησαν να βρίζουν τους αστυνομικούς -που βασάνισαν και εξευτέλισαν έναν άνθρωπο- και άρχισαν να βρίζουν τους δημοσιογράφους.
Αλήθεια, έχει σκεφτεί κάποιος τι θα συνέβαινε επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, αν οι αστυνομικοί είχαν συλλάβει έναν αθώο πολίτη και στη συνέχεια τον ξυλοκοπούσαν και τον ξεβράκωναν μέσα στη ΓΑΔΑ; Θα έπεφτε η κυβέρνηση. Πάντως, τώρα η υπόθεση «θάφτηκε». (Δεν έχω τρυφερά αισθήματα προς τη Νέα Δημοκρατία – μια παρατήρηση κάνω.)
Σύμφωνα με το συνήγορο της Γερμανίδας, η πελάτης του έχει υποστεί ανεπανόρθωτη επαγγελματική και ηθική ζημιά από τις αναφορές για υποτιθέμενες συγγενικές σχέσεις με μέλη της γερμανικής οργάνωσης RAF και θα στραφεί νομικά με αγωγές και μηνύσεις κατά παντός υπευθύνου. Σύμφωνα με δηλώσεις του, μήνυση σκοπεύει να κάνει και ο κ. Δημοσθένης Παπαδάτος.
Σκέφτομαι πως εκατοντάδες πολίτες έχουν πέσει θύματα της βίας των αστυνομικών και έχουν καταστραφεί από ψευδή και συκοφαντικά δημοσιεύματα στον Τύπο, αλλά δεν αντέδρασαν καθόλου. Δεν τους πέρασε καν από το μυαλό να κάνουν μήνυση. Το δέχτηκαν σαν φυσικό φαινόμενο –σαν σεισμό- και ανακουφίστηκαν όταν τελείωσε.
Επίσης, έχουμε δει άπειρες εφόδους αστυνομικών και δημοσιογράφων σε σπίτια υπόπτων. Πρώτα μπαίνουν οι αστυνομικοί και ακολουθούν οι δημοσιογράφοι με τις κάμερες – πρώτα μπαίνουν οι καθαρίστριες και μετά οι πουτάνες.
Ακόμα, έχουμε δει εκατοντάδες δημοσιογράφους να εξευτελίζουν –με τις ερωτήσεις τους- συγγενείς κατηγορουμένων. Κανείς δεν σκέφτηκε να τους πλακώσει στα μπουνίδια ή να τους κάνει μήνυση – κάθονται όλοι και τους αντιμετωπίζουν σαν να είναι ανώτατοι δικαστές ή θεοί.
Η αντίδραση της Γερμανίδας και της οικογένειάς της ήταν άμεση: αγωγές και μηνύσεις. Λυπάμαι που θα στενοχωρήσω κάποιους αναγνώστες, αλλά και σε αυτόν τον τομέα οι Γερμανοί μας νίκησαν. Αυτή τη φορά μέσα στην έδρα μας.
Γιατί οι περισσότεροι Έλληνες –ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι σε ηλικία- δεν αντιδρούν όταν καταπατούνται τα δικαιώματά τους και αντιμετωπίζουν τους αστυνομικούς και τους δημοσιογράφους σαν κάτι ανώτερο; Νομίζω πως η απάντηση είναι απλή: χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Υπάρχει κάποιος που πιστεύει πως θα μπορούσε σε μια άλλη χρεοκοπημένη χώρα του δυτικού κόσμου να βγει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και να δηλώσει «μαζί τα φάγαμε»; Για σκεφτείτε λίγο. Αποκλείεται. Θα τον είχαν κάνει κομματάκια.
Στην Ελλάδα, όμως, εμφανίστηκε ο κ. Πάγκαλος, δήλωσε «μαζί τα φάγαμε» και πολλοί τσίμπησαν – είπαν «μαζί τα φάγαμε». Γιατί συνέβη αυτό; Είναι απλό: χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Όλο το παιχνίδι των εξουσιών στην Ελλάδα γίνεται πάνω στη χαμηλή αυτοεκτίμηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού – οι εξουσίες έχουν αντιληφθεί αυτήν την αδυναμία και φροντίζουν να τη συντηρούν. Πού οφείλεται, όμως, η χαμηλή αυτοεκτίμηση; Δεν το γνωρίζω - πιθανολογώ στον αναλφαβητισμό, στο ραγιαδισμό, σε τραυματικές εμπειρίες, σε άσχημα παιδικά χρόνια, ίσως και στην Ορθοδοξία. Οι ορθόδοξοι λαοί, παραδοσιακά, είναι παθητικοί και μοιρολάτρες, και ψάχνουν για πατερούληδες – το καλύτερο παράδειγμα είναι οι Ρώσοι.
Σαν παιδί πρόλαβα να ακούσω πολλές φορές το «μη μιλάς εσύ, είσαι μικρός» ή το «μιλάς εσύ, δεν ξέρεις» - όχι από τους γονείς μου, αλλά από όλους σχεδόν τους υπόλοιπους. Οπωσδήποτε, αυτό δεν ήταν και πολύ καλό για την ανατροφή μου. Αν και βαθιά μέσα μου πίστευα πως έχω κάποια αξία και πως μπορώ να κάνω κάποια πράγματα, πέρασαν πάρα πολλά χρόνια για να αποκτήσω αυτοπεποίθηση.
Σήμερα τα πράγματα δεν είναι έτσι. Γι’ αυτό οι νέοι Έλληνες δεν μασάνε τον κώλο τους. Τα νέα παιδιά έχουν πάει στο άλλο άκρο – όχι μόνο δεν έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση αλλά το καθένα πιστεύει πως είναι μοναδικό. Δεν ξέρω αν είναι καλό αυτό – πάντως, μου φαίνεται καλύτερο από το να πιστεύεις πως είσαι ένα σκουπίδι.
Πού οφείλεται αυτή η θεαματική αλλαγή; Νομίζω πως οφείλεται –σε μεγάλο βαθμό- στην τεχνολογία. Σήμερα κανείς δεν μπορεί να σου πει «μη μιλάς εσύ, είσαι μικρός». Μικρό είναι το μάτι σου – κάνω ένα μπλογκ, μια σελίδα στο Facebook, μια σελίδα στο Myspace και είμαι όσο μεγάλος θέλω.
Το διαδίκτυο κοινωνικοποιεί τα παιδιά και τα κάνει να πιστεύουν στις δυνατότητές τους. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα μουσικό γκρουπ από πιτσιρικάδες. Πριν από 20 χρόνια θα έτρεχαν από εταιρεία σε εταιρεία και θα παρακαλούσαν να τους ακούσουν, για να τους βγάλουν δίσκο. Σήμερα, κάνουν μια σελίδα στο Myspace, «ανεβάζουν» τη μουσική τους και δεν έχουν ανάγκη κανέναν.
Το πιο σημαντικό δεν είναι η αποδοχή από τους άλλους, αλλά η αίσθηση ότι υπάρχεις. Αν «ανεβάσεις» τη μουσική σου στο διαδίκτυο και σου γράψει ο άλλος «τι μαλακίες είναι αυτές που παίζεις», σου αναγνωρίζει τουλάχιστον ότι υπάρχεις – σε άκουσε. Για σκεφτείτε όλα αυτά τα παιδιά που γυρνούσαν σαν τις άδικες κατάρες με ένα demo στο χέρι και δεν τα άκουσε ποτέ κανείς.
Όταν έχεις αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση -και γνωρίζεις τα δικαιώματά σου-, δεν είναι καθόλου εύκολο να σου επιβληθούν οι εξουσίες. Η 27χρονη Γερμανίδα και ο Δημοσθένης Παπαδάτος ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Οι εξουσίες θα πληρώσουν και θα χάσουν κομμάτι της δύναμής τους. Και την επόμενη φορά θα είναι πιο προσεκτικές. Και πιο αδύναμες.
Πηγή: Πιτσιρίκος