Αν έχεις μεγαλώσει
στα βόρεια προάστια, η ζωή του
Αλέξη Γρηγορόπουλου σού μοιάζει με
στερεότυπο αναγνωρίσιμο. Μητέρα κοσμηματοπώλης,
πατέρας πολιτικός μηχανικός, ένα διαμέρισμα
στο Ψυχικό με πισίνα, το σχολικό να σε
γυρίζει σπίτι κι ο καθηγητής για τα ιδιαίτερα
μαθήματα να σε περιμένει εκεί. Είναι κάπου
στα 14 που το στερεότυπο αρχίζει να σε
στενεύει. Οι κολλητοί του τον φώναζαν
Gregory, φορούσε φόρμες και αθλητικά, είχε
μαλλιά ανάκατα με λαστιχάκι στον καρπό
για να τα πιάνει όταν έπαιζε στο γκρουπάκι
του κιθάρα.
«Ο Αλέξης»,
λέει ο φίλος του, «ήταν ήσυχος.
Αν τον κούραζε το μάθημα, αν
βαριόταν, θα μπορούσε να τον
πάρει ο ύπνος μες στην τάξη,
σαν μικρό παιδί. Δεν φοβόταν
τους καθηγητές, αλλά δεν τον
έδιωξαν απ’ του Μωραΐτη λόγω
κακής διαγωγής. Δεν του άρεσε
να διαβάζει, αυτό ήταν όλο». Τον
ρωτάω για το μοιραίο βράδυ.
Ο μικρός μετράει μία - μία
τις λέξεις του: «Όλα τα άλλα παιδιά
εκείνο το βράδυ ήταν πιο υποψιασμένα»,
λέει. «Δεν ήταν κακά παιδιά. Απλά, ήξεραν
πού βρίσκονται. Ίσως αυτό να έφταιγε –
πως ο Αλέξης ήταν έτσι αθώος».
«Ελάτε αν σας
βαστάει τσογλάνια». Αυτό είναι το τελευταίο
πράγμα που είπε ο Επαμεινώνδας Κορκονέας
πριν ευθυγραμμίσει την κάννη του με την
καρδιά του παιδιού απέναντι. Στο «γιατί;»
των συναδέλφων την επομένη, τραύλισε
πως είδε σαν σε όραμα τον εαυτό του νεκρό
σ’ ένα κρεβάτι, και τη γυναίκα με τα παιδιά
του να κλαίνε που τον σκότωσαν στα Εξάρχεια.
Και χωρίς να του επιτεθεί κανείς, πυροβόλησε.
Γιατί είδε να του συμβαίνει αυτό, που
ανάγκασε τη μάνα ενός παιδιού να ζήσει
μία ώρα μετά.
«Του σήκωσα
την μπλούζα. Αιμορραγούσε». Μιλάει
το παιδί που ήταν δίπλα
στον Αλέξη. Αυτό που νομίζοντας
πως ζει ακόμα, πάλευε να
τον σύρει στο πεζοδρόμιο, να
τον σώσει. «Βλέπω στο μυαλό
μου συνέχεια την ίδια εικόνα»,
λέει ο Φώντας Παπαδημητρίου,
που καθόταν δέκα μέτρα παραπέρα,
σ’ ένα καφέ. «Μια φιγούρα ανθρώπου
να κείτεται στο έδαφος, και
μια άλλη φιγούρα να προσπαθεί
να τον σύρει, να τον σηκώσει
ξανά». Αν δεν έχεις δει άνθρωπο
να πεθαίνει, είναι δύσκολο να
το καταλάβεις: «Νόμιζα πως γλίστρησε
το παιδί. Πως ήταν βρεγμένο
το έδαφος και γλίστρησε».
«Δεν έχει σφυγμό!»
– το αγόρι δίπλα στον Αλέξη
ουρλιάζει. Σκυμμένο πάνω του, παίρνει
τον πρώτο άνθρωπο που σκέφτεται
στο τηλέφωνο. Τη μάνα μιας φίλης
του, που είναι δικηγόρος. Οι αστυνομικοί
στο βάθος, δύο σκιές που φεύγουν.
Η δικηγόρος είναι η κυρία
Χρύσα Πετσιμέρη. Τον Αλέξη τον ξέρει
από παιδί. Μπαίνει στον Ευαγγελισμό σε
κατάσταση αλλοφροσύνης. «Φέραν ένα παιδί
σκοτωμένο εδώ. Πού είναι;». Σχεδόν αδιάφορα
κάποιος της δείχνει στο βάθος. Στα κρεβάτια
των ασθενών ο Αλέξης μόνος του, κάτωχρος.
Ούτε γιατρός ούτε κανείς. Η μπλούζα σηκωμένη.
Μια γάζα στην καρδιά. Νοσοκόμες περνούν
και ούτε κοιτούν. «Είναι ζωντανό το παιδί;»
– η κυρία Πετσιμέρη σταματάει μία. «Δεν
ξέρω!». «Τι θα πει δεν ξέρετε;». «Οχι κυρία
μου, δεν είναι ζωντανό. Νεκρό είναι». Η
νοσοκόμα σχεδόν ενοχλημένη. Η κυρία Χρύσα
κάνει παύση. «Του χάιδεψα τα μαλλιά. Σαν
να χάιδευα του παιδιού μου τα μαλλιά».
Στον Ευαγγελισμό,
τον Αλέξη τον παρέλαβαν οι
νοσηλεύτριες σαν «άγνωστο». «Με
το τραύμα που είχε, δεν μπορούσε
να είχε σωθεί» λέει μια νοσηλεύτρια.
Η κοινωνική υπηρεσία άδειασε
τις τσέπες του παιδιού. Μια ταυτότητα
με ημερομηνία γέννησης 25 Ιουνίου 1993, κι
ένα κινητό. Η πρώτη καταχώριση
έγραφε «μαμά». Η κοινωνική λειτουργός
πάτησε το πλήκτρο κλήσης. Στο Ψυχικό,
η μητέρα του Αλέξη άκουγε το κινητό
της να χτυπά από το κινητό του
γιου της, και μετά μια ξένη φωνή:
«Ο γιος σας χτύπησε. Πάρτε μια
φίλη σας κι ελάτε».
«Μια αξιοπρεπέστατη
κυρία, δεν μπορείτε να φανταστείτε».
Ετσι λέει η νοσοκόμα που οδήγησε τη μάνα
στην αίθουσα των γιατρών. Ενας αστυνομικός
από το Ανθρωποκτονιών με πολιτικά καθισμένος
σ’ ένα τραπέζι. Δίπλα η μάνα, και μια φίλη
της να την κρατάει. Η κυρία Χρύσα, η δικηγόρος,
μπαίνει στην αίθουσα, πάει να της μιλήσει.
Η μάνα την κοιτάει. «Πες μου. Τι έκανε
το παιδί μου και το σκοτώσανε;». «Τι να
της απαντήσω; Η κόρη μου ήταν κι αυτή καλεσμένη
στη γιορτή στα Εξάρχεια, έτυχε και δεν
πήγε. Ο Αλέξης είχε βγει να τον κεράσει
ο φίλος του ο Νίκος που γιόρταζε. Τι να
της απαντήσω;».
Ο Νίκος ζούσε
στα Εξάρχεια κι ήταν πολύ φίλος
με τον Αλέξη. Εκείνο το βράδυ είχε καλέσει
την παρέα σ’ ένα Ιντερνετ καφέ. Ο Αλέξης
δεν γινόταν να μην πάει. «Τέσσερα χρόνια
πριν, ήταν ήδη μαζί με τον Νίκο απ’ την
πρώτη μέρα που τους θυμάμαι στου Μωραΐτη.
Την τελευταία μέρα, ήταν ακόμη με τον
Νίκο». Ο Νίκος ήταν ο καλύτερος φίλος
του Αλέξη. Ή μάλλον, είναι.
Ο Νίκος αγριεύει
και φωνάζει στους δημοσιογράφους
όταν τον παίρνουν τηλέφωνο. Δεκαπέντε
χρονών, κοντούλης κι αδύνατος. Ένας
απ’ τους δημοσιογράφους λέει πως τον
τρομάζει αυτό το παιδί – δεν έχει ξαναδεί
μάτια εφήβου έτσι θολά απ’ την οργή. Ο
Νίκος δεν μιλάει σε κανέναν. Τα κανάλια
τον έπιασαν μόνο στα πλάνα της κηδείας:
ένα παιδί που κρατάει το φέρετρο. Που
κρατιέται απ’ το φέρετρο. Κοιτάζω τη
γυναίκα που οδηγεί στην πομπή. «Γιατί,
αγόρι μου;». Η εικόνα είναι μακρινή, δεν
έχει ήχο. Αλλά η γυναίκα το φωνάζει τόσες
φορές, που διαβάζω τα χείλη της. «Γιατί,
αγόρι μου;».
«Μία μέρα πριν,
λέγαμε τι θα κάνουμε όταν
τελειώσουμε το σχολείο». Η συμμαθήτρια
του Αλέξη σε κοιτάζει σαν
να μη σε βλέπει. «Ο Αλέξης
μου είπε “εγώ δεν είμαι
σίγουρος τι θα γίνω. Αλλά θα
μάθουν όλοι το όνομά μου.
Θα το δεις. Εγώ θα γίνω διάσημος
μια μέρα». Μια μέρα μετά.
Από τότε και μέχρι να
«εξοστρακιστεί» η επόμενη σφαίρα στο
στήθος κάποιου παιδιού, θα είναι ο «Ανδρέας
– Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, ετών 15» πάνω
στη μαρμάρινη πλάκα.