Ο πιο διαδεδομένος αλλά και θεσμοθετημένος εθνικός μύθος για την
Επανάσταση του ’21 είναι η «κήρυξή» της από τον Π.Π. Γερμανό στις 25
Μαρτίου στην Αγία Λαύρα, αν και, όπως γράφει ο ίδιος στα
«Απομνημονεύματά» του, βρισκόταν στα Νεζερά της Αχαϊας!
Εξάλλου, πώς να «ευλογούσε» μια εξέγερση που είχε ανάψει «ο απατεών και εξωλέστατος Παπαφλέσσας» και απέκρουαν οι «πεφοβισμένοι» πρόκριτοι;
Η μετάθεση της εθνικής γιορτής από την 1η του Γενάρη – όπως την είχε καθιερώσει η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου – στις 25 του Μάρτη, έγινε από το βασιλιά Όθωνα το 1838 για να την αποκόψει από τις επαναστατικές – φιλελεύθερες καταβολές της και να της προσδώσει θρησκευτικό χαρακτήρα. Δεν δίσταζε μάλιστα να απαγορεύει το «νόμιμο εορτασμό» της επετείου, όταν απειλούνταν με αντιμοναρχικές διαδηλώσεις.
“Τι όνειρο ήταν χθες και σήμερα! -Χθες στο πεδίον του Αρεως με την Εθνική Νεολαία. Το έργον μου! Εργον που ενίκησε μέσα σε τόσες αντιδράσεις! Σχεδόν 18 χιλιάδες παιδιά από Αθήνας και Πειραιά, περίχωρα και από πολλές επαρχίες. Φάλαγξ “Ι.Μεταξά” Πατρών! (…) -Σήμερα. Τελετή. Ενθουσιασμός. Αποθέωσις. Παρέλασις στρατού θαυμασία. Απόγευμα παρέλασις Σχολείων Προσκόπων κτλ. και Εθνικής Νεολαίας με τα Τάγματα εις την ουράν. Αι φάλαγγες της ΕΟΝ ατέλειωτοι! Ολοι ντυμένοι! Περίπου 12-14 χιλιάδες! Εντύπωσις εις τον κόσμον καταπληκτική!”
Αυτά τα ενθουσιαστικά σχόλια έγραφε ο δικτάτορας Ι. Μεταξάς στο Ημερολόγιό του στις 25 Μαρτίου 1938, αυτοθαυμαζόμενος για το «εθνοσωτήριον έργον του», που είχε εγκαινιάσει με την αιματηρή καταστολή της εργατικής εξέγερσης το Μάη του ’36 στην πόλη μας. Μόνο που «ξέχασε» να σημειώσει ότι για τις παρελάσεις το φασιστικής κοπής καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχε σπαταλήσει 22.000.000 δραχμές, ενώ διέθεσε μόλις 5.000.000 για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού! «Ξέχασε» φυσικά να αναφέρει ότι οι 50.000 μαθητές που υποχρεώθηκαν να παρελάσουν ή να «εκδηλώσουν τον ανυπόκριτον εθνικόν ενθουσιασμόν» έγιναν μουσκίδι από την καταιγίδα που ξέσπασε την ίδια ώρα-γεγονός που έκρυψαν τα λογοκριμένα Επίκαιρα που προβλήθηκαν στους κινηματογράφους.
΄Ηταν η βασιλο-μεταξική δικτατορία του «πάγου και του ρετσινόλαδου» που μας κληροδότησε το μιλιταριστικό θεσμό των μαθητικών παρελάσεων ως «συμπλήρωμα των στρατιωτικών» και στο πλαίσιο της «εθνικής Γυμναστικής»(!) για την οικοδόμηση του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού».
Έτσι το επίσημο εορταστικό «μενού» των εθνικών επετείων που εκπονούν νομαρχίες και δήμοι περιλαμβάνει υποχρεωτικά και μια καθαρά εξωσχολική εκδήλωση όπως οι παρελάσεις, ώστε να τονωθεί η «εθνική συνείδηση» των νέων, αντί να αναπτυχθεί ο ιστορικός προβληματισμός στη νέα γενιά που έχει μπουχτίσει «από τα λόγια τα τριμμένα, τα μάταια λόγια όποιου Έπους», όπως φώναζε αγανακτισμένος ο Σικελιανός.
Όσοι «βασιλικότεροι του βασιλέως» εκπαιδευτικοί απειλούν με πειθαρχικά μέτρα μαθητές/τριες που για συνειδησιακούς λόγους αρνούνται να «γίνουν στρατιωτάκια», δεν παραβιάζουν μόνο το Σύνταγμα αλλά και τη Σύμβαση της ΓΙΟΥΝΙΣΕΦ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που κύρωσε με νόμο και η χώρα μας το 1992. Ας μην ξεχνούν ότι η χώρα μας έχει καταδικαστεί επανειλημμένα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων και περιορισμούς στην ελευθερία της συνείδησης. Προπαντός ας μην ξεχνούν ότι ένα σημαντικό μέρος του μαθητικού δυναμικού είναι παιδιά οικονομικών προσφύγων και μεταναστών που το εθνοκεντρικό εκπαιδευτικό μας σύστημα αγνοεί ή περιφρονεί την εθνική, θρησκευτική, πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα.
Οι «Ηρακλείς» των παρελάσεων ισχυρίζονται πως έτσι καταπολεμούν την «ιστορική αμνησία». Στην πραγματικότητα όμως στρουθοκαμηλίζουν μπροστά στον «ιστορικό αναλφαβητισμό» της νέας γενιάς και την διχάζουν τη στιγμή μάλιστα που, ενωμένη με τις παλιότερες γενιές, πρέπει να δώσει κρίσιμες μάχες για το παρόν και το μέλλον της.
Είναι στη φύση των επετείων να ερεθίζουν τη μνήμη, ιστορική ή χαλκευμένη. Οι «εθνικές», μάλιστα, τα πάσης φύσεως «πατριωτικά» ανακλαστικά, προκαταλήψεις, μίση και πάθη κατά «των προαιώνιων εχθρών του Γένους» ή όσων «απειλούν την «εθνική μας καθαρότητα» ή θέλουν να μας «αρπάξουν το εθνικό μας σύμβολο»-κατά τους σημαιοφόρους της διαιρετικής ιδεολογίας του εθνικισμού. Φαίνεται πως είχε δίκαιο ο Ερνέστ Ρενάν όταν όριζε το έθνος ως «μια ομάδα ανθρώπων που τους ενώνει μια εσφαλμένη άποψη για το παρελθόν και το μίσος για τους γείτονες τους»!
Καθώς, λοιπόν, ακούω κάθε φορά τις δηλώσεις-κονσέρβες των επισήμων στο τέλος της παρέλασης, σκέφτομαι με μελαγχολία και οργή ότι οι δικτατορίες πέφτουνε αλλά οι παρελάσεις τους ζουν και βασιλεύουν, προς δόξαν της αβασίλευτης δημοκρατίας μας! Σκέφτομαι τις παράτες της 4ης Αυγούστου στο Παναθηναϊκό Στάδιο για την επέτειο του ’21, όταν ο Ι. Μεταξάς, απευθυνόμενος στον Γεώργιο Γλίξμπουργκ, αναφωνούσε: «Μεγαλειότατε, ιδού ο στρατός σας εις τον οποίον και μόνον πρέπει να στηρίζεσθε».
Δεν επρόκειτο, βέβαια, για τα γνωστά αγήματα των στρατιωτικών παρελάσεων, αλλά για τους μαθητές – φαλαγγίτες της ΕΟΝ, τους Προσκόπους και τους μαθητές των σχολείων, που από τον Μάρτιο του 1936 θα υποχρεωθούν να παρελαύνουν «ενώπιον των επισήμων, συμπληρωματικώς προς τα στρατιωτικά τμήματα»! Επρόκειτο, φυσικά, για την ελληνική απομίμηση του φασιστικού – ναζιστικού μοντέλου οργάνωσης της νεολαίας που περιλάμβανε «γυμναστικάς επιδείξεις, λαμπαδηφορίας και εθνικήν ηθικήν Αγωγήν».
Από τότε η αποχή των μαθητών από την παρέλαση επέσυρε την αποβολή από το σχολείο και «μουντζούρωμα του χαρτιού κοινωνικών φρονημάτων», εφόσον κρίνονταν μη «νομιμόφρονες». Η Χούντα, ως κληρονόμος των παραδόσεων της 4ης Αυγούστου και ως γέννημα – θρέμμα του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, δια στόματος του πραξικοπηματία στρατηγού Σπαντιδάκη, εξέφραζε, κατά την πρώτη παρέλαση της εφτάχρονης τυραννίας, «απόλυτον ικανοποίησιν από την εν γένει εμφάνισιν των παρελασάντων τμημάτων της μαθητιώσης νεολαίας Θεσσαλονίκης, όπερ καταδεικνύει ότι οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί έχουν ενστερνισθεί τας αρχάς της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου»!
Αν και οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης δεν κατέφυγαν σε χουντικές ακρότητες, άφησαν όμως άθικτο το μιλιταριστικό θεσμό των παρελάσεων, με τη σιωπηλή μάλιστα συναίνεση και της επίσημης Αριστεράς, που, με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, νομιμοποιήθηκε η συμμετοχή των Αντιστασιακών Οργανώσεων στις παρελάσεις.
Αλλά και τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών, είτε γιατί τα έλεγχαν «πατριωτικές» πλειοψηφίες είτε από υπερβολικό σεβασμό προς τον «πατριωτισμό» των μελών τους, απέφυγαν να καταγγείλουν αυτόν τον ολοκληρωτικής έμπνευσης θεσμό, που καλλιεργεί στη νέα γενιά ψυχολογία μαζικής πειθαρχίας και εμποδίζει τη διαμόρφωση ελεύθερων συνειδήσεων.
Καθώς τα σχολεία μας έχουν γεμίσει από «παρείσακτους», από προσφυγόπουλα που είναι πρώτα στα μαθήματα και στον αγώνα της ζωής, οι κλειστοφοβικοί «της μητέρας πατρίδας» έχουν μετατρέψει τις μαθητικές παρελάσεις σε νέα «Μεγάλη Ιδέα του Έθνους», σε νέο «Αλβανικό έπος»! Μόνο που «ο εχθρός» είναι πια στη δική μας χώρα… «οι Αλβανοί που τους πολεμήσαμε το ’40», όπως είπε σε σχετική εκπομπή αριστούχος «γηγενής» μαθήτρια, αφήνοντάς μας εμβρόντητους για τις ιστορικές της γνώσεις!
Η εθνοκεντρική, μονοπολιτισμική, μονοθρησκευτική παιδεία μας καλλιεργεί στα παιδιά έναν αυτιστικό, μυωπικό εθνικισμό, που τα ωθεί να κάνουν ακόμα και αποχή ή κατάληψη-όπως συνέβη το 1996 στη Θεσσαλονίκη-εις βάρος των αλλοδαπών συμμαθητών τους! Είναι εξίσου αποκαλυπτικό και ενδεικτικό το γεγονός ότι η χώρα μας μόλις μετά το 1987-και μετά από καταγγελίες της Διεθνούς Αμνηστίας-υιοθέτησε την από το 1960 διακήρυξη της UNESCO για την καταπολέμηση των διακρίσεων στην Εκπαίδευση που, σε συμβολικό επίπεδο, συμπυκνώνονται στο περιβόητο ζήτημα της «σημαίας».
Το «ΣΧΟΛΕΙΟ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ» από διακήρυξη του εκπαιδευτικού κινήματος πρέπει να γίνει καθημερινή διεκδίκηση και πράξη, γιατί οι «ξένοι» αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Η αυτοδίκαιη απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα αν γεννήθηκαν στη χώρα μας ή ξεκίνησαν εδώ τις σπουδές τους όσο ήταν ανήλικοι, αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση για ένα σχολείο ίσων τουλάχιστον αφετηριών-ευκαιριών.
Η «εικονοκλαστική» αυτή αναφορά στην ιστορία της 25ης Μαρτίου, δεν αρκεί, φυσικά, να γκρεμίσει βαθιά ριζωμένα ταμπού της «εθνικώς ορθής» Ιστορίας μας. Κριτικές, μαχητικές νεανικές συνειδήσεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν με την ακαδημαϊκή αναδίφηση της ιστορίας ή την επιλεκτική μνήμη. Και οι εκπαιδευτικοί δεν πρέπει πια να ανέχονται τον άχαρο ρόλο του αφηγητή – διεκπεραιωτή μιας απονευρωμένης «εξεταζόμενης ιστορικής ύλης».
Εξάλλου, πώς να «ευλογούσε» μια εξέγερση που είχε ανάψει «ο απατεών και εξωλέστατος Παπαφλέσσας» και απέκρουαν οι «πεφοβισμένοι» πρόκριτοι;
Η μετάθεση της εθνικής γιορτής από την 1η του Γενάρη – όπως την είχε καθιερώσει η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου – στις 25 του Μάρτη, έγινε από το βασιλιά Όθωνα το 1838 για να την αποκόψει από τις επαναστατικές – φιλελεύθερες καταβολές της και να της προσδώσει θρησκευτικό χαρακτήρα. Δεν δίσταζε μάλιστα να απαγορεύει το «νόμιμο εορτασμό» της επετείου, όταν απειλούνταν με αντιμοναρχικές διαδηλώσεις.
“Τι όνειρο ήταν χθες και σήμερα! -Χθες στο πεδίον του Αρεως με την Εθνική Νεολαία. Το έργον μου! Εργον που ενίκησε μέσα σε τόσες αντιδράσεις! Σχεδόν 18 χιλιάδες παιδιά από Αθήνας και Πειραιά, περίχωρα και από πολλές επαρχίες. Φάλαγξ “Ι.Μεταξά” Πατρών! (…) -Σήμερα. Τελετή. Ενθουσιασμός. Αποθέωσις. Παρέλασις στρατού θαυμασία. Απόγευμα παρέλασις Σχολείων Προσκόπων κτλ. και Εθνικής Νεολαίας με τα Τάγματα εις την ουράν. Αι φάλαγγες της ΕΟΝ ατέλειωτοι! Ολοι ντυμένοι! Περίπου 12-14 χιλιάδες! Εντύπωσις εις τον κόσμον καταπληκτική!”
Αυτά τα ενθουσιαστικά σχόλια έγραφε ο δικτάτορας Ι. Μεταξάς στο Ημερολόγιό του στις 25 Μαρτίου 1938, αυτοθαυμαζόμενος για το «εθνοσωτήριον έργον του», που είχε εγκαινιάσει με την αιματηρή καταστολή της εργατικής εξέγερσης το Μάη του ’36 στην πόλη μας. Μόνο που «ξέχασε» να σημειώσει ότι για τις παρελάσεις το φασιστικής κοπής καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχε σπαταλήσει 22.000.000 δραχμές, ενώ διέθεσε μόλις 5.000.000 για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού! «Ξέχασε» φυσικά να αναφέρει ότι οι 50.000 μαθητές που υποχρεώθηκαν να παρελάσουν ή να «εκδηλώσουν τον ανυπόκριτον εθνικόν ενθουσιασμόν» έγιναν μουσκίδι από την καταιγίδα που ξέσπασε την ίδια ώρα-γεγονός που έκρυψαν τα λογοκριμένα Επίκαιρα που προβλήθηκαν στους κινηματογράφους.
΄Ηταν η βασιλο-μεταξική δικτατορία του «πάγου και του ρετσινόλαδου» που μας κληροδότησε το μιλιταριστικό θεσμό των μαθητικών παρελάσεων ως «συμπλήρωμα των στρατιωτικών» και στο πλαίσιο της «εθνικής Γυμναστικής»(!) για την οικοδόμηση του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού».
Έτσι το επίσημο εορταστικό «μενού» των εθνικών επετείων που εκπονούν νομαρχίες και δήμοι περιλαμβάνει υποχρεωτικά και μια καθαρά εξωσχολική εκδήλωση όπως οι παρελάσεις, ώστε να τονωθεί η «εθνική συνείδηση» των νέων, αντί να αναπτυχθεί ο ιστορικός προβληματισμός στη νέα γενιά που έχει μπουχτίσει «από τα λόγια τα τριμμένα, τα μάταια λόγια όποιου Έπους», όπως φώναζε αγανακτισμένος ο Σικελιανός.
Όσοι «βασιλικότεροι του βασιλέως» εκπαιδευτικοί απειλούν με πειθαρχικά μέτρα μαθητές/τριες που για συνειδησιακούς λόγους αρνούνται να «γίνουν στρατιωτάκια», δεν παραβιάζουν μόνο το Σύνταγμα αλλά και τη Σύμβαση της ΓΙΟΥΝΙΣΕΦ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που κύρωσε με νόμο και η χώρα μας το 1992. Ας μην ξεχνούν ότι η χώρα μας έχει καταδικαστεί επανειλημμένα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων και περιορισμούς στην ελευθερία της συνείδησης. Προπαντός ας μην ξεχνούν ότι ένα σημαντικό μέρος του μαθητικού δυναμικού είναι παιδιά οικονομικών προσφύγων και μεταναστών που το εθνοκεντρικό εκπαιδευτικό μας σύστημα αγνοεί ή περιφρονεί την εθνική, θρησκευτική, πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα.
Οι «Ηρακλείς» των παρελάσεων ισχυρίζονται πως έτσι καταπολεμούν την «ιστορική αμνησία». Στην πραγματικότητα όμως στρουθοκαμηλίζουν μπροστά στον «ιστορικό αναλφαβητισμό» της νέας γενιάς και την διχάζουν τη στιγμή μάλιστα που, ενωμένη με τις παλιότερες γενιές, πρέπει να δώσει κρίσιμες μάχες για το παρόν και το μέλλον της.
Είναι στη φύση των επετείων να ερεθίζουν τη μνήμη, ιστορική ή χαλκευμένη. Οι «εθνικές», μάλιστα, τα πάσης φύσεως «πατριωτικά» ανακλαστικά, προκαταλήψεις, μίση και πάθη κατά «των προαιώνιων εχθρών του Γένους» ή όσων «απειλούν την «εθνική μας καθαρότητα» ή θέλουν να μας «αρπάξουν το εθνικό μας σύμβολο»-κατά τους σημαιοφόρους της διαιρετικής ιδεολογίας του εθνικισμού. Φαίνεται πως είχε δίκαιο ο Ερνέστ Ρενάν όταν όριζε το έθνος ως «μια ομάδα ανθρώπων που τους ενώνει μια εσφαλμένη άποψη για το παρελθόν και το μίσος για τους γείτονες τους»!
Καθώς, λοιπόν, ακούω κάθε φορά τις δηλώσεις-κονσέρβες των επισήμων στο τέλος της παρέλασης, σκέφτομαι με μελαγχολία και οργή ότι οι δικτατορίες πέφτουνε αλλά οι παρελάσεις τους ζουν και βασιλεύουν, προς δόξαν της αβασίλευτης δημοκρατίας μας! Σκέφτομαι τις παράτες της 4ης Αυγούστου στο Παναθηναϊκό Στάδιο για την επέτειο του ’21, όταν ο Ι. Μεταξάς, απευθυνόμενος στον Γεώργιο Γλίξμπουργκ, αναφωνούσε: «Μεγαλειότατε, ιδού ο στρατός σας εις τον οποίον και μόνον πρέπει να στηρίζεσθε».
Δεν επρόκειτο, βέβαια, για τα γνωστά αγήματα των στρατιωτικών παρελάσεων, αλλά για τους μαθητές – φαλαγγίτες της ΕΟΝ, τους Προσκόπους και τους μαθητές των σχολείων, που από τον Μάρτιο του 1936 θα υποχρεωθούν να παρελαύνουν «ενώπιον των επισήμων, συμπληρωματικώς προς τα στρατιωτικά τμήματα»! Επρόκειτο, φυσικά, για την ελληνική απομίμηση του φασιστικού – ναζιστικού μοντέλου οργάνωσης της νεολαίας που περιλάμβανε «γυμναστικάς επιδείξεις, λαμπαδηφορίας και εθνικήν ηθικήν Αγωγήν».
Από τότε η αποχή των μαθητών από την παρέλαση επέσυρε την αποβολή από το σχολείο και «μουντζούρωμα του χαρτιού κοινωνικών φρονημάτων», εφόσον κρίνονταν μη «νομιμόφρονες». Η Χούντα, ως κληρονόμος των παραδόσεων της 4ης Αυγούστου και ως γέννημα – θρέμμα του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, δια στόματος του πραξικοπηματία στρατηγού Σπαντιδάκη, εξέφραζε, κατά την πρώτη παρέλαση της εφτάχρονης τυραννίας, «απόλυτον ικανοποίησιν από την εν γένει εμφάνισιν των παρελασάντων τμημάτων της μαθητιώσης νεολαίας Θεσσαλονίκης, όπερ καταδεικνύει ότι οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί έχουν ενστερνισθεί τας αρχάς της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου»!
Αν και οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης δεν κατέφυγαν σε χουντικές ακρότητες, άφησαν όμως άθικτο το μιλιταριστικό θεσμό των παρελάσεων, με τη σιωπηλή μάλιστα συναίνεση και της επίσημης Αριστεράς, που, με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, νομιμοποιήθηκε η συμμετοχή των Αντιστασιακών Οργανώσεων στις παρελάσεις.
Αλλά και τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών, είτε γιατί τα έλεγχαν «πατριωτικές» πλειοψηφίες είτε από υπερβολικό σεβασμό προς τον «πατριωτισμό» των μελών τους, απέφυγαν να καταγγείλουν αυτόν τον ολοκληρωτικής έμπνευσης θεσμό, που καλλιεργεί στη νέα γενιά ψυχολογία μαζικής πειθαρχίας και εμποδίζει τη διαμόρφωση ελεύθερων συνειδήσεων.
Καθώς τα σχολεία μας έχουν γεμίσει από «παρείσακτους», από προσφυγόπουλα που είναι πρώτα στα μαθήματα και στον αγώνα της ζωής, οι κλειστοφοβικοί «της μητέρας πατρίδας» έχουν μετατρέψει τις μαθητικές παρελάσεις σε νέα «Μεγάλη Ιδέα του Έθνους», σε νέο «Αλβανικό έπος»! Μόνο που «ο εχθρός» είναι πια στη δική μας χώρα… «οι Αλβανοί που τους πολεμήσαμε το ’40», όπως είπε σε σχετική εκπομπή αριστούχος «γηγενής» μαθήτρια, αφήνοντάς μας εμβρόντητους για τις ιστορικές της γνώσεις!
Η εθνοκεντρική, μονοπολιτισμική, μονοθρησκευτική παιδεία μας καλλιεργεί στα παιδιά έναν αυτιστικό, μυωπικό εθνικισμό, που τα ωθεί να κάνουν ακόμα και αποχή ή κατάληψη-όπως συνέβη το 1996 στη Θεσσαλονίκη-εις βάρος των αλλοδαπών συμμαθητών τους! Είναι εξίσου αποκαλυπτικό και ενδεικτικό το γεγονός ότι η χώρα μας μόλις μετά το 1987-και μετά από καταγγελίες της Διεθνούς Αμνηστίας-υιοθέτησε την από το 1960 διακήρυξη της UNESCO για την καταπολέμηση των διακρίσεων στην Εκπαίδευση που, σε συμβολικό επίπεδο, συμπυκνώνονται στο περιβόητο ζήτημα της «σημαίας».
Το «ΣΧΟΛΕΙΟ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ» από διακήρυξη του εκπαιδευτικού κινήματος πρέπει να γίνει καθημερινή διεκδίκηση και πράξη, γιατί οι «ξένοι» αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Η αυτοδίκαιη απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα αν γεννήθηκαν στη χώρα μας ή ξεκίνησαν εδώ τις σπουδές τους όσο ήταν ανήλικοι, αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση για ένα σχολείο ίσων τουλάχιστον αφετηριών-ευκαιριών.
Η «εικονοκλαστική» αυτή αναφορά στην ιστορία της 25ης Μαρτίου, δεν αρκεί, φυσικά, να γκρεμίσει βαθιά ριζωμένα ταμπού της «εθνικώς ορθής» Ιστορίας μας. Κριτικές, μαχητικές νεανικές συνειδήσεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν με την ακαδημαϊκή αναδίφηση της ιστορίας ή την επιλεκτική μνήμη. Και οι εκπαιδευτικοί δεν πρέπει πια να ανέχονται τον άχαρο ρόλο του αφηγητή – διεκπεραιωτή μιας απονευρωμένης «εξεταζόμενης ιστορικής ύλης».