Ευθύνες
σε γενικό διευθυντή του υπουργείου Οικονοµικών αλλά και σε υπουργούς
ρίχνει πρώην οικονοµική επιθεωρήτρια για τους φορολογικούς επανελέγχους
µέσω των οποίων σβήστηκαν πρόστιµα ύψους ενός δισ. ευρώ την περίοδο
2003-2008! Ολοι, πλην της τέως οικονοµικής επιθεωρήτριας, ζήτησαν χθες
για δεύτερη φορά προθεσµία από τους εισαγγελείς, οι οποίοι
ξεσκονίζοντας ύποπτα πορίσµατα της τελευταίας πενταετίας, ύστερα από
καταγγελίες συναδέλφων των επιθεωρητών, διαπίστωσαν ότι σβήνοντας χρέη
και πρόστιµα στέρησαν από τα ταµεία του ελληνικού ∆ηµοσίου σχεδόν ένα
δισ. ευρώ.
ΔΥΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ. Οι οικονοµικοί επιθεωρητές από τη θέση του ελεγκτή βρίσκονται πλέον στη θέση του ελεγχόµενου ποινικά και µάλιστα για δύο κακουργήµατα (απιστία και ψευδείς βεβαιώσεις) σε συνδυασµό µε τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόµου 1608/1950 «περί καταχραστών του ∆ηµοσίου», που προβλέπει για όσους κριθούν ένοχοι ακόµα και την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Οπως φαίνεται µάλιστα από τη γραµµή που ακολουθεί η πρώτη από τους υπόπτους, που πέρασε χθες από το εισαγγελικό γραφείο συνοδευόµενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Στρίµπερη, το υπερασπιστικό µέτωπο δεν θα είναι αρραγές.
Η πρώην οικονοµική επιθεωρήτρια στρέφει τα βέλη της τόσο κατά του άλλοτε προϊσταµένου της, το όνοµα του οποίου περιλαµβάνεται στη λίστα των υπόπτων, όσο και προς τη βασική µάρτυρα κατηγορίας, υποστηρίζοντας ότι η ίδια δεν έχει διαπράξει καµία αξιόποινη πράξη. «Η εντολή και η ευθύνη για τους επανελέγχους ανήκε στον προϊστάµενο. Καµία αρµοδιότητα δεν είχα εγώ για τον καταλογισµό και τη διαγραφή προστίµων», υποστηρίζει µεταξύ άλλων στο πολυσέλιδο υπόµνηµά της επιχειρώντας να αντικρούσει όλες τις κατηγορίες που την έφεραν αντιµέτωπη µε τη ∆ικαιοσύνη. Η ίδια µάλιστα αφήνει καικάποιες... σκιές για ενδεχόµενη ευθύνη υπουργών. Οι επανέλεγχοι, κατά τα λεγόµενά της, είναι «είναι σύνθετη διοικητική διαδικασία στην οποία τελικό αποφασιστικό ρόλο έχει ο γενικός διευθυντής της Οικονοµικής ∆ιεύθυνσης ή ο αρµόδιος υπουργός ή υφυπουργός, όταν επρόκειτο για διαχειριστικό οικονοµικό έλεγχο σε εκκλησιαστικούς φορείς».
Προχωρώντας ένα βήµα παραπέρα σε ό,τι αφορά τον ρόλο που εκείνη αποδίδει στον προϊστάµενό της, υποστηρίζει ότι «ο τελικός υπογράφων ξεκινούσε στην ουσία και αποφάσιζε τη διαδικασία επανελέγχου ορίζοντας ταυτόχρονα και τον επιθεωρητή που θα τον διενεργούσε». Και προσθέτει πως ουδέποτε όλα αυτά τα χρόνια που κατείχε τη θέση αυτή δεν είχε τεθεί από κανέναν, ούτε από µάρτυρες κατηγορίας, ζήτηµα νοµιµότητας των επίµαχων επανελέγχων.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε δικαστικές πηγές οι διαφορές µεταξύ των πρώτων και των δεύτερων ελέγχων είναι «σαν τη µέρα µε τη νύχτα», καθώς σε όλες τις περιπτώσεις βεβαιωµένες οφειλές διαγράφονται µε την επίκληση διαφορετικών δικαιολογιών.
ΔΥΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ. Οι οικονοµικοί επιθεωρητές από τη θέση του ελεγκτή βρίσκονται πλέον στη θέση του ελεγχόµενου ποινικά και µάλιστα για δύο κακουργήµατα (απιστία και ψευδείς βεβαιώσεις) σε συνδυασµό µε τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόµου 1608/1950 «περί καταχραστών του ∆ηµοσίου», που προβλέπει για όσους κριθούν ένοχοι ακόµα και την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Οπως φαίνεται µάλιστα από τη γραµµή που ακολουθεί η πρώτη από τους υπόπτους, που πέρασε χθες από το εισαγγελικό γραφείο συνοδευόµενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Στρίµπερη, το υπερασπιστικό µέτωπο δεν θα είναι αρραγές.
Η πρώην οικονοµική επιθεωρήτρια στρέφει τα βέλη της τόσο κατά του άλλοτε προϊσταµένου της, το όνοµα του οποίου περιλαµβάνεται στη λίστα των υπόπτων, όσο και προς τη βασική µάρτυρα κατηγορίας, υποστηρίζοντας ότι η ίδια δεν έχει διαπράξει καµία αξιόποινη πράξη. «Η εντολή και η ευθύνη για τους επανελέγχους ανήκε στον προϊστάµενο. Καµία αρµοδιότητα δεν είχα εγώ για τον καταλογισµό και τη διαγραφή προστίµων», υποστηρίζει µεταξύ άλλων στο πολυσέλιδο υπόµνηµά της επιχειρώντας να αντικρούσει όλες τις κατηγορίες που την έφεραν αντιµέτωπη µε τη ∆ικαιοσύνη. Η ίδια µάλιστα αφήνει καικάποιες... σκιές για ενδεχόµενη ευθύνη υπουργών. Οι επανέλεγχοι, κατά τα λεγόµενά της, είναι «είναι σύνθετη διοικητική διαδικασία στην οποία τελικό αποφασιστικό ρόλο έχει ο γενικός διευθυντής της Οικονοµικής ∆ιεύθυνσης ή ο αρµόδιος υπουργός ή υφυπουργός, όταν επρόκειτο για διαχειριστικό οικονοµικό έλεγχο σε εκκλησιαστικούς φορείς».
Προχωρώντας ένα βήµα παραπέρα σε ό,τι αφορά τον ρόλο που εκείνη αποδίδει στον προϊστάµενό της, υποστηρίζει ότι «ο τελικός υπογράφων ξεκινούσε στην ουσία και αποφάσιζε τη διαδικασία επανελέγχου ορίζοντας ταυτόχρονα και τον επιθεωρητή που θα τον διενεργούσε». Και προσθέτει πως ουδέποτε όλα αυτά τα χρόνια που κατείχε τη θέση αυτή δεν είχε τεθεί από κανέναν, ούτε από µάρτυρες κατηγορίας, ζήτηµα νοµιµότητας των επίµαχων επανελέγχων.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε δικαστικές πηγές οι διαφορές µεταξύ των πρώτων και των δεύτερων ελέγχων είναι «σαν τη µέρα µε τη νύχτα», καθώς σε όλες τις περιπτώσεις βεβαιωµένες οφειλές διαγράφονται µε την επίκληση διαφορετικών δικαιολογιών.