Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Μερική έκλειψη ηλίου στις 4 Ιανουαρίου και στην Ελλάδα

Μια μερική έκλειψη ηλίου θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν οι Έλληνες το πρωί της Τρίτης 4 Ιανουαρίου, εφόσον το επιτρέψουν οι κατά τόπους καιρικές συνθήκες. 


Στην Αθήνα η έκλειψη θα αρχίσει στις 8:57 και θα διαρκέσει έως τις 11:58, με αποκορύφωμα στις 10:23 (ώρα Ελλάδος), όταν η Σελήνη θα καλύψει περίπου τα δύο τρίτα του δίσκου του Ήλιου. Αν δεν υπάρχουν σύννεφα και το φαινόμενο είναι κανονικά ορατό, χρειάζεται προσοχή κατά την παρακολούθηση για να μην υπάρξουν προβλήματα στα μάτια σας.

Η έκλειψη θα αρχίσει στις 8:40 π.μ. στη Βόρεια Αλγερία και σταδιακά, καθώς θα κινείται προς τα βορειοανατολικά, θα είναι ορατή από τη Βόρεια Αφρική, το μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης και την Κεντρική Ασία. Ένα μεγάλο τμήμα του ήλιου (ανάμεσα στα δύο τρίτα και τα τρίτα τέταρτα του δίσκου του) θα «χαθούν» πάνω από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις (Λονδίνο, Άμστερνταμ, Βρυξέλλες, Παρίσι, Βερολίνο κ.α.), ενώ το φαινόμενο θα είναι πιο ορατό στη βόρεια Σουηδία, όπου ο ήλιος θα σκιαστεί κατά τα τέσσερα πέμπτα από τη Σελήνη.

Η επόμενη μερική έκλειψη ηλίου θα συμβεί την 1η Ιουνίου 2011 και θα είναι ορατή από τη Σιβηρία, τη βόρεια Κίνα, την Αλάσκα και τον Καναδά, αλλά όχι από την Ελλάδα. Η επόμενη ολική έκλειψη ηλίου θα λάβει χώρα στις 13 Νοεμβρίου 2012 και θα είναι ορατή μόνο από την Αυστραλία, τη Ν.Ζηλανδία, το νότιο Ειρηνικό και τη Νότια Αμερική.

Στην Αθήνα, από τις 9 το πρωί της Τρίτης, μέλη της Ελληνικής Αστρονομικής Ένωσης και ερασιτέχνες αστρονόμοι θα έχουν εγκαταστήσει τηλεσκόπια στη είσοδο του Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου (αν το επιτρέψει ο καιρός) και θα βοηθήσουν κάθε ενδιαφερόμενο να παρακολουθήσει με ασφάλεια το φαινόμενο.
Ένα πρόγραμμα παρατήρησης της έκλειψης οργανώνουν οι ερασιτέχνες έλληνες αστρονόμοι. 
Στο πρόγραμμα συμμετέχουν ο τομέας Ηλιακών Παρατηρήσεων του Συλλόγου Ερασιτεχνικής Αστρονομίας (Σ.Ε.Α.), η ομάδα παρατήρησης ηλιακών εκλείψεων H.E.L.I.O.S (Hellenic Eclipse Laboratory for Imaging and Observing the Sun), ανεξάρτητοι ερασιτέχνες αστρονόμοι, καθώς επίσης μέλη της Ένωσης Σεληνιακών και Πλανητικών Παρατηρητών (A.L.P.O.) από την Ευρώπη. Στόχος είναι η χρονομέτρηση ακριβείας των επαφών της Σελήνης με τον Ήλιο και η φωτογράφιση σε μεγάλη ανάλυση της προβολής της Σελήνης στον Ηλιακό δίσκο.
Η άμεση παρακολούθηση της έκλειψης από το ευρύ κοινό με γυμνά μάτια (ή με τηλεσκόπια ή κιάλια χωρίς ειδικά φίλτρα), ακόμα και επί πέντε δευτερόλεπτα, μπορεί να προκαλέσει μη αναστρέψιμη μόνιμη βλάβη στα μάτια, ακόμα και τύφλωση, λόγω καταστροφής των κυττάρων του αμφιβληστροειδούς, σύμφωνα με τους γιατρούς. Η ζημιά από την υπέρυθρη ηλιακή ακτινοβολία είναι «ύπουλη», επειδή γίνεται χωρίς να συνοδεύεται από αίσθημα πόνου, ενώ καθίσταται αντιληπτή μετά από μερικές ώρες, όταν μπορεί να είναι αργά πια.
Λιγότερο σοβαρές -και γενικά αναστρέψιμες- θεωρούνται τυχόν βλάβες στον κερατοειδή του ματιού από την υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία, που μπορεί να προκαλέσει κοκκίνισμα στα μάτια, δακρύρροια, μια μαύρη κηλίδα στη μέση του οπτικού πεδίου, χρωματική παραμόρφωση των γύρω αντικειμένων κ.α.
Ιδιαίτερα ευαίσθητα είναι τα παιδιά, γι' αυτό οι γονείς θα πρέπει να τους εξηγήσουν τον πιθανό κίνδυνο και να τα επιτηρούν στη διάρκεια της έκλειψης. Ο ασφαλέστερος τρόπος για άμεση παρατήρηση -εκτός από την έμμεση παρακολούθηση μέσω της τηλεόρασης- είναι η χρήση ειδικά σχεδιασμένων ηλιακών φίλτρων, τα οποία πρέπει να είναι τοποθετημένα στον εξοπλισμό των τηλεσκοπίων, των κιαλιών ή των ειδικών γυαλιών. Τα απλά γυαλιά ηλίου δεν προσφέρουν την αναγκαία προστασία.
Από την Ελλάδα κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα παρατηρήθηκε μία μόνο ολική ηλιακή έκλειψη στις 19 Ιουνίου 1936 και δύο δακτυλιοειδείς εκλείψεις στις 21 Μαΐου 1966 και στις 29 Απριλίου 1976. Στη διάρκεια του 21ου αιώνα στην χώρα μας υπήρξε μια ολική έκλειψη, στις 29 Μαρτίου 2006, που ήταν όμως ορατή μόνο από το Καστελόριζο, ενώ άλλη μια θα συμβεί ξανά στις 21 Απριλίου 2088, η οποία θα είναι ορατή σε περισσότερες περιοχές της Ελλάδας. Θα υπάρξει και μία δακτυλιοειδής, την 1η Ιουνίου 2030.
Η αιτία των ηλιακών εκλείψεων, σύμφωνα με τον διευθυντή του Πλανηταρίου Διονύση Σιμόπουλο, είναι η περιφορά της Σελήνης γύρω από τη Γη και η σκιά που αφήνει πάνω στον πλανήτη μας, όταν τα τρία ουράνια σώματα (Γη-Σελήνη-Ήλιος) ευθυγραμμίζονται. Η σκιά αυτή αποτελείται από έναν εσωτερικό κώνο πλήρους σκιάς, που λέγεται κύρια σκιά, και μια περιοχή μερικής σκιάς, που λέγεται παρασκιά. Όταν μια έκλειψη του Ήλιου παρατηρείται από μια περιοχή της Γης στην οποία πέφτει η παρασκιά (όπως, στη συγκεκριμένη περίπτωση της 4ης Ιανουαρίου, συμβαίνει στην Ελλάδα), η Σελήνη καλύπτει ένα μόνο τμήμα του Ήλιου και τότε λαμβάνει χώρα μια μερική έκλειψη του Ήλιου.
Όταν ο παρατηρητής κοιτάζει τον Ήλιο από μια περιοχή που καλύπτεται από την πλήρη σκιά της Σελήνης, τότε ο Ήλιος είναι τελείως αθέατος και η έκλειψη του Ήλιου είναι ολική. Η παρατήρηση μιας ολικής ηλιακής έκλειψης από μία δεδομένη γεωγραφική περιοχή είναι αρκετά σπάνια και γίνεται κατά μέσο όρο κάθε 360 χρόνια.
Παρ' όλο που η διάμετρος του Ήλιου είναι 400 περίπου φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο της Σελήνης, από τη Γη τα δύο αυτά σώματα φαίνεται να έχουν το ίδιο σχεδόν μέγεθος, επειδή συμπτωματικά ο Ήλιος είναι 400 περίπου φορές μακρύτερα από τη Γη σε σχέση με τη Σελήνη.
Από τα μέσα του περασμένου αιώνα, σύμφωνα με τον κ.Σιμόπουλο, οι μελέτες των ολικών ηλιακών εκλείψεων προσέφεραν σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις. Στη διάρκεια της έκλειψης του 1868, για παράδειγμα, ανακαλύφτηκε στην ηλιακή ατμόσφαιρα η ύπαρξη ενός αγνώστου μέχρι τότε χημικού στοιχείου, που ονομάστηκε ήλιο, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώθηκε και πάνω στον πλανήτη μας το 1895.

Οι παρατηρήσεις εξάλλου που έγιναν στη διάρκεια της έκλειψης του 1919, πέτυχαν την επιβεβαίωση της νέας ακόμα τότε Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, αποδεικνύοντας την καμπύλωση του φωτός των απόμακρων άστρων από τον μεσολαβούντα χωρόχρονο.

Σήμερα, η επιστημονική μελέτη των ηλιακών εκλείψεων γίνεται πλέον καθημερινά από τα ειδικά ηλιακά αστεροσκοπεία και τα διαστημικά τηλεσκόπια, γι' αυτό άλλωστε έχει ουσιαστικά σταματήσει το «κυνήγι» των εκλείψεων από τους επιστήμονες σε απρόσιτες περιοχές, αν και συνεχίζεται από τους ερασιτέχνες αστρονόμους.
Η αρχαιότερη αναφορά μιας ολικής ηλιακής έκλειψης προέρχεται από την Κίνα και ανάγεται στο έτος 2138 π.Χ., αν και ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για μύθο. Υπάρχουν επίσης αναφορές εκλείψεων στα Ασσυριακά Χρονικά, στην Παλαιά Διαθήκη, στους Βαβυλώνιους κ.α.
Συχνές είναι οι αναφορές από τους αρχαίους Έλληνες. Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι μία αναφορά στην Οδύσσεια του Ομήρου (20, 355) ίσως να σχετίζεται με την ηλιακή έκλειψη της 16ης Απριλίου του 1178 π.Χ. συγγραφείς. Βρίσκουμε επίσης σχετικές αναφορές στον Αρχίλοχο (648 π.Χ.), τον Ξενοφώντα, τον Ηρόδοτο, τον Πίνδαρο, τον Θουκυδίδη, τον Αριστοφάνη, τον Πλούταρχο, τον Πολύβιο, τον Διόδωρο, τον Πτολεμαίο και άλλους.

Ο Ίππαρχος, που θεωρείται και «πατέρας» της Αστρονομίας, κατόρθωσε να υπολογίσει την απόσταση της Σελήνης από τη Γη χάρη σε δύο παρατηρήσεις της έκλειψης του 130 π.Χ., με τη βοήθεια της τριγωνομετρίας.

Πηγή : kathimerini.gr