Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Ύπνος: σύμμαχος στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας

Στην καθημερινότητά μας, ολοένα και πιο συχνά, συναναστρεφόμαστε άτομα που παραπονιούνται ότι το σωματικό τους βάρος αυξάνεται χωρίς όμως να τρώνε περισσότερο από ότι συνήθιζαν.
Σε αυτήν την περίπτωση, οι εκάστοτε ειδικοί στους οποίους απευθύνεται το παραπάνω άτομο ψάχνουν την αιτία αύξησης του σωματικού βάρους σε άλλους παράγοντες όπως είναι τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, η παρουσία κάποιου παθολογικού προβλήματος σχετιζόμενου με τη μεταβολή του σωματικού βάρους, ενώ τον τελευταίο καιρό κερδίζει αρκετό έδαφος το ποσό των ωρών που κοιμάται κάποιος καθημερινά.

Η σύνδεση ύπνου και παχυσαρκίας οφείλεται στο γεγονός ότι η αϋπνία προκαλεί ορμονικές αλλαγές που επιδρούν τόσο στην αύξηση της όρεξής μας όσο και στην αυξημένη αποθήκευση λίπους στο σώμα μας. Συγκεκριμένα, η έλλειψη ύπνου αυξάνει στο αίμα τη γκρελίνη που είναι η ορμόνη της όρεξης και μειώνει τη λεπτίνη που είναι η ορμόνη που καταστέλλει την όρεξη. Η σύνδεση παχυσαρκίας και στέρησης ύπνου προέκυψε από τη μεγαλύτερη έρευνα που έγινε ποτέ και συμπεριέλαβε περίπου 70.000 μεσήλικες γυναίκες. Έγινε από γιατρούς του Πανεπιστημίου Care Western του Οχάιο. Στην αρχή της έρευνας οι γυναίκες έδωσαν πληροφορίες για τις ώρες που κοιμούνταν και για το βάρος σώματος τους. Η αξιολόγηση τους επαναλαμβανόταν κάθε 2 χρόνια. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες που κοιμούνταν 5 ώρες ή λιγότερες κάθε νύκτα, είχαν βάρος σώματος κατά μέσο όρο 2,45 κιλά περισσότερα και 15% πιο πολλές πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκες σε σύγκριση με τις γυναίκες που κοιμούνταν 7 ώρες τη νύκτα.


Επιπρόσθετα, σε άτομα που κοιμούνται λιγότερο από 6 ώρες την ημέρα έχουν παρατηρηθεί και αυξημένα επίπεδα κορτιζόνης, μιας ορμόνης που είναι κύρια υπεύθυνη για την αποθήκευση κοιλιακού λίπους. Συγκεκριμένα, σε έρευνα που διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο του Warwick του Ηνωμένου Βασιλείου σε 28.000 παιδιά και 15.000 ενήλικες προέκυψε ότι η στέρηση του ύπνου συσχετίζεται με σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο για παχυσαρκία και στις δύο ηλικιακές ομάδες, καθώς επίσης και με αυξημένη περιμέτρο κοιλιάς η οποία σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο για έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Επιπλέον, οι μειωμένες ώρες ύπνου συσχετίζονται και με τον αυξημένο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση της κορτιζόλης σε άτομα που δεν κοιμούνται επαρκώς διαταράσσουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Συγκεκριμένα σε έρευνα που συμπεριέλαβε 1.486 ασθενείς ηλικίας από 53-93 ετών (722 άνδρες και 764 γυναίκες), εξέτασαν τις συνήθειες ύπνου τους. Παράλληλα τους υπέβαλαν σε εξετάσεις αίματος (μέτρηση γλυκόζης νηστείας και δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη). Οι ασθενείς που κοιμόντουσαν λιγότερες από 5 ώρες, είχαν 2,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να προσβληθούν από διαβήτη, σε σύγκριση με τους ασθενείς που κοιμόντουσαν από 7-8 ώρες. Για εκείνους που κοιμόντουσαν 6 ώρες οι πιθανότητες για εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη ήταν 1,66 φορές περισσότερες συγκριτικά με εκείνους με 7-8 ώρες ύπνου. Σχετικά με τις διαταραχές ανοχής στη γλυκόζη, βρέθηκε ότι οι 5 ή λιγότερες ώρες ύπνου αύξαναν τον κίνδυνο κατά 1,33 φορές ενώ οι 6 ώρες ύπνου κατά 1,55.


Ωστόσο, η σύνδεση παχυσαρκίας και έλλειψης ύπνου δεν εξηγείται μόνο ορμονικά αλλά και πρακτικά. Η σχέση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι άτομα τα οποία μένουν άγρυπνα έχουν και περισσότερο χρόνο να αφιερώσουν στο φαγητό και συνήθως επιδίδονται στην κατανάλωση γλυκών και τροφίμων πλούσιων σε λίπος τα οποία με τη σειρά τους αυξάνουν τη θερμιδική τους πρόσληψη και κατ’ επέκταση το σωματικό τους βάρος. Επίσης, άτομα που δεν κοιμούνται περνάνε πολύ περισσότερες ώρες μπροστά στην τηλεόραση, που αυτό με τη σειρά του αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα αυξημένης πρόσληψης τροφής.

Συνεπώς, οι 7 ώρες ύπνου καθημερινά, μπορούν να προσφέρουν πολλά στον οργανισμό μας: μειώνουν την όρεξη, ρυθμίζουν το σωματικό βάρος σε φυσιολογικά επίπεδα, μειώνουν τον κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη και οδηγούν στη μακροζωία.

newsbeast.gr